- ευάρεστος
- Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη.
2. Ο όσιος. Καταγόταν από επίσημη οικογένεια της Γαλατίας. Ήταν ασκητής της Μονής Στουδίου επί Λέοντα E’ του Αρμένιου. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.
* * *-η, -ο (Α εὐάρεστος, -ον)αυτός που αρέσει, που προκαλεί ευαρέσκεια, ευχαρίστηση, τερπνός, ευχάριστος («εὐάρεστος συζητητής»)αρχ.1. ευχαριστημένος, ικανοποιημένος2. εκλεκτός («εὐάρεστος οἶνος»)3. αυτός που ταιριάζει με την προτίμηση κάποιου, που συμφωνεί με τα γούστα κάποιου («λαχανόσπερμον λαμβάνειν εὐάρεστον», πάπ.).επίρρ...ευάρεστα (Α εὐαρέστως)με ευάρεστο τρόπο, ευχάριστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρεστός (< αρέσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.